Sunday 23 November 2014

άσπονδοι σπόνδυλοι







Κάτι συμβαίνει όταν δέκα άνθρωποι έχουν δειπνήσει μαζί, πίνουν τα χωνευτικά ποτά τους, έχουν χαζολογήσει ευχάριστα και κάποια στιγμή σαν ένα πάγωμα στον χρόνο να συμβαίνει και δυο δυο τρεις τρεις έχουν κάνει μικρά εμπιστευτικά πηγαδάκια. Η ομιλία σιγανή, το σώμα χαλαρό, αγγίγματα και ύφη εξομολόγησης και περιποίησης. Βλέμματα ευθεία στα μάτια, ο ένας μιλάει στην εμπειρία του άλλου.

Οι άνθρωποι αυτοί οι δέκα μιλάνε για την πλάτη τους. Ο ένας λέει πότε πρωτοξεκίνησε, ο άλλος πότε έφτασε ο πόνος στο ζενίθ και οι άλλοι έχουν φτάσει σε θεραπευτικές μεθόδους, βγαίνουν τα κινητά, ανταλάσσονται τηλέφωνα χειροπρακτικών, οστεολόγων, ορθοπαιδικών. Καθείς με τη δική του εμπειρία, πόσο καλό έκανε, πόσο παίρνει, πόσο άξιζε η επένδυση. Αν τύχει και είναι καμιά δασκάλα γιόγκα στην παρέα αρχινά να δείχνει τη σωστή στάση του σώματος και να ψηλαφεί στον άλλο που είναι η δυσμορφία, κάποιος αρχίζει να τρίβει λίγο την πλάτη του άλλου και γίνονται αυτοί οι δέκα ένα.

Τι είναι η πλάτη και γιατί μας απασχολεί τόσο, εμάς αυτούς τους νεαρούς μεσόκοπους; Είναι η γενιά μας που ζει την αιώνια νιότη της, την καλοπερασμένη και αμολημένη σε κάθε είδους πάρτυ και την κατά περίσταση καταπόνηση που τα ακολουθεί ή ακόμα καλύτερα τα συνοδεύει; Είναι τα ταξίδια σε κακοφορμισμένα λεωφορεία, η ολονυχτία για την πτήση το χάραμα (άλλο δεν θέλαμε, ευκαιρία να μην πρέπει να κοιμηθούμε και να μπεκροπίνουμε μέχρι το πρωί), το μουσκεμένο μπουφάν που κάθεται στο ιδρωκοπημένο χτυπημένο στη μουσική σώμα, κάτι βουτιές σε νερά που ακόμα δεν έχουν πάρει τη θερμοκρασία του υπερίπταντος άερα; Είναι το συνεχές ξεπέρασμα των σωματικών ορίων που καθόρισε τα όμορφά μας εικοσάρικα χρόνια; Είναι κάτι που κουβαλάμε ως καρποί της γενιάς της αυτοπραγμάτωσης; Είναι που στηθήκαμε κάπως περίεργα και μεγαλώσαμε πάνω σε μια οκνηρή ραχοκοκκαλιά;
Πάντως είτε στις αυγές ή στα πατημένα των τριάντα μιλάμε για τους πόνους στην πλάτη μας και δεν είμαστε μόνοι.



πσ: η σκηνή από την τετραπέρατη Πίνα από εδώ



Friday 7 November 2014

ακατάλληλο. μάλλον.


Σαν κάτι να αλλάζει.
Όπως εκείνη τη φορά στο νησί που στο περίπτερο πάνω από το ψυγείο των παγωτών το χέρι μου ψάρεψε για πρώτη φορά παγωτό καϊμάκι. Νομίζω τότε ενηλικιώθηκα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσεις, ότι μέχρι τότε λάτρευα όλα τα υπόλοιπα χωνάκια, ξυλάκια με τετραπέρατες δόσεις σοκολάτας, καραμέλας, βανίλιας και εκείνη την ημέρα πήρα το κυπελλάκι καϊμάκι με βύσινο, που μέχρι τότε μου θύμιζε εκείνο το καφενείο στο Χαλάνδρι, γεμάτο παππούδες, πήγαινε και ο δικός μου παππούλης εκεί.., με εκείνη την περίεργη λέξη κ α ϊ μ α κ ι, χώρια εκείνα τα διαλυτικά. Μαμά τι είναι καιμάκι; Καϊμάκι αγάπη μου, καϊ. Ε λοιπόν κάποια χρόνια μετά το πήρα το καϊμάκι και σιγά σιγά άρχισα στα χύμα παγωτά να διαλέγω γεύση γιαούρτι.
Και κύλισα στον βούρκο των ενήλικων.

Μια παρόμοια στιγμή και τώρα. Γύρισα αργά το βράδυ από τη δουλειά, στον δρόμο ονειρευόμουν τη στιγμή που θα απλωθώ στον καναπέ, θα ζεστάνω το φαγητό και θα δω ταινία. Όσο τσιρτσίριζε το λάδι στο ταψί άνοιξα τον σωλήνα και πέφτω σε ρεκομεντάισιο Φλέρυ Ντανωνάκη, πατάω και τριγυρνάω το φαγητό. Τελειώνουν τα ματόκλαδα της και πατάω το αλμπουμ Φλέρυ Ντανωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι. Το πιάτο στο μεταξύ έτοιμο και ο δίσκος παίζει από το λάπτοπ. Τρεις φορές πήγα να αρχινήσω την ταινία, τρεις φορές δεν μου πήγε η ψυχή. Και έφαγα το πιατάκι μου στους ήχους των δυό. Και την ταινία ακόμα δεν την έχω βάλει ακόμα. Και μάλλον δεν θα την δω απόψε. Γιατί θα ακούω όλο το βράδυ Εκείνη και Εκείνον.

Και παφ σερβιρίστηκα άλλη μια δόση ενηλικίωσης.



πσ: η ομορφιά της από εδώ
πσ: για διάβασμα/για άκουσμα



Wednesday 5 November 2014

ανίατη περίπτωση













Έστειλα τις προάλλες την πτυχιακή μου στην Τ. και μέσα μου ξύπνησαν μνήμες ολλανδικές. Γιατί πριν την στείλω, κάθισα και την χάζεψα. Ενάμιση χρόνο μετά. Η μνήμη μου, γνωστή και ως χρυσόψαρου είναι σαν ένα πανί λευκό, το γράφω, το τσαλακώνω, το χαιδεύω και στο πρώτο φύσημα, το πανί έχει ξαναβρεί την αρχική του κατάσταση. Και έτσι ζω το παρόν, και το παρελθόν κάπου στριμώχνεται σε μια ακαθόριστη γωνιά. Μένει μια αίσθηση η οποία θέλει λίγο λογοκρισία γιατί το υποσυνείδητο διαλέγει ό,τι το βολεύει να θυμάται. Ανάλογα την περίσταση, συνήθως όμως θυμάται κατιτί πιο πολύ τα δυσάρεστα. Περνούσα λοιπόν τις σελίδες, σελιιιιιδες γραπτού και ένα ερωτηματικό άρχιζε να διαγράφεται πάνω από το κεφάλι, καλά πότε τα έγραψα όλα αυτά; Και πού πήγε όλη αυτή η γνώση, η εμπειρία πού καταχωρήθηκε; Μαζί με το ερωτηματικό, παράλληλα ζούσα σε κύματα συναισθημάτων, αναμνήσεις των απανωτών καταθλίψεων και της απομόνωσης για το γράψιμο (καλά δεν ήταν μόνο το γράψιμο, ήταν η Ολλανδία εν γένει). Έχουμε και λέμε, πάνω ερωτηματικό, μέσα κύματα, παραδίπλα η θύμιση ότι τη μέρα, μα τη μέρα που παρέδωσα την πτυχιακή, μπήκαν στο σπίτι μου (στην Ολλανδια για να μην ξεχνιόμαστε) και μου έκλεψαν το τότε μακμπουκάκι μου. Ανάθεμα την τύχη μου, γιατί τύχη ήταν-
Μαζί λοιπόν με όλο αυτόν τον χωρικόπνευματικό κατακλυσμό στο σκολάρισμα του πιντιεφ, θυμόμουν ΚΑΙ εκείνο το όνειρο για την πτυχιακή παύλα διδακτορικό που μίκρυνε, μίκρυνε σε μια έρευνα που με παίδεψε, με χάωσε, με σιχάθηκε και την σιχάθηκα. Και μπορεί να ντράπηκα να την στείλω σε εκείνους τους εξαιρετικούς ανθρώπους που πήρα συνεντεύξεις, παρόλαυτα η έρευνα ήταν αμπσολούτ οκέι για το μάστερ. Στο τριγύρισμα λοιπόν μέσα στην πτυχιακή (είμαστε στο εδώ και τώρα πάλι) συνειδητοποίησα επίσης ότι με την εργασία αυτή μου ξεφούσκωσε όλο εκείνο το ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο, ένα ενδιαφέρον που ζούσε μέσα μου αδιάκοπα τα προηγούμενα χρόνια (διπλωματικές, εργασίες, σκέψεις, πρότζεκτ, πτυχιακή). Ξεφούσκωσε αυτό, ήρθε και ένας τι να πω ανάδρομος Ερμής και αποφάσισα να το γυρίσω στο κορπορετ. Και από τότε κρίνω τις επιτυχίες μου ανάλογα με το σταντ του λογαριασμού στην τράπεζα.

πσ1: ας καταχωρηθούν τα παραπάνω σαν τις θύμισες ενός πρώην σκεπτόμενου κριτικού ανθρώπου, νυν γρανάζι του νεοκαπιταλισμού και συνένοχο στο όνειρο σπίτι-αυτοκίνητο-διακοποδάνειο. με τις υγειές μας.
πσ2: η εμπιστονύνη κερδίζεται και ο Steve Lambert κάνει τα δικά του


Tuesday 4 November 2014

η φάση μάλλον θέλει ψήσιμο



















Υπάρχει μια δυσαναλογία.
Στο πόσο υμνείται ο έρωτας στα τραγούδια και πόσο ξενέρωτα είναι εκεί έξω. Τόσοι μα τόσοι άντρες χαρίζουν μουσικές τόσο τρυφερές, μας λένε πώς δεν ζουν χωρίς το κορίτσι τους, γράφουν πόσο η ζωή είναι γκρίζα χωρίς το βραδυνό της χασμουρητό και άλλα τέτοια. Και ρωτάω: αυτοί οι άντρες που είναι εκεί έξω; Δηλαδή ή όποιος άντρας είναι τρυφερός είναι τραγουδιστής (άρα πάμε στα ωδεία και τα στούντιο για τα εκκολαπτόμενα ωά) ή μας λένε ψέμματα, ώ ναι αυτοί οι άντρες έχουν βρει τον γυναικείο πληθυσμό και τον δουλεύουν ψιλό γαζί. Στην παράθεση αυτού του ερωτήματος που θα έλεγα σχεδόν με ταλαιπωρεί εδώ και κάποιες μέρες, προστίθεται ότι βέβαια το κοινό των εν λόγω αχαρακτήριστων δεν είναι μόνο γυναικείο. Να σημειώσω ότι επουδενί δεν αναφέρομαι σε τσίζυ μουσικές. Καλές και αυτές, αλλά εδώ το θέμα που καίει είναι άλλο.
Αυτοί οι άντρες που τα δικά τους κατάδικά τους βράδια τα περνούν ακούγοντας μουσική επί της ουσίας ερωτική, σηκώνονται οι ίδιοι άνθρωποι το επόμενο πρωί ή έχουν μεταλλαχθεί σε κάποιο είδος αποπροσανατολισμένου κάβουρα;



πσ: ο ανάλαφρος και η αλλόφρων από εδώ